- εξατμιστήρας
- ο1. το όργανο με το οποίο γίνεται η αποβολή ατμού ή άλλων αερίων («εξατμιστήρας ατμομηχανής»)2. συσκευή ψυκτικής εγκαταστάσεως από την οποία το ψυκτικό υγρό εξατμίζεται και προκαλεί ψύχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξατμίζω. Η λ. εξατμιστήρ μαρτυρείται στον Αντώνιο Δαμασκηνό].
Dictionary of Greek. 2013.